.
|
Κροκίδωση
κροκίδωση η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :κροκιδ (κροκίδα) -ωση, με αναλογική απόδοση της γαλλ. λ. coagulation]
η μετάβαση από την υγρή κατάσταση σε κατάσταση πήξης συνώνυμα: θρόμβωση
(χημ.) το φαινόμενο που προκαλείται από την επίδραση ενός φυσικού ή χημικού μέσου σε μια ουσία που βρίσκεται σε κολλοειδή διάλυση και έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσωμάτωση της ουσίας αυτής.
Retrieved from "http://el.wikipedia.org/"
All text is available under the terms of the GNU Free Documentation License