Σύφιλη
|
Η Σύφιλη είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που οφείλεται σε λοίμωξη από το βακτήριο Ωχρά Σπειροχαίτη. Είναι ασθένεια χρόνιας διαδρομής που μπορεί να προσβάλλει όλα τα όργανα και συστήματα του οργανισμού. Σήμερα αντιμετωπίζεται με την πενικιλλίνη. Συνιστά, επίσης, ασθένεια με περίπλοκη ιστορική πορεία που φαίνεται να επηρέασε σημαντικές μορφές της ιστορίας.
Η προέλευση της νόσου Οι δύο επικρατέστερες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί ως προς την προέλευση και εξάπλωση της σύφιλης, έχοντας ως χρονικό ορόσημο τα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου και τις επακόλουθες επιδημικές εκρήξεις στην Ευρώπη, είναι γνωστές ως "Προκολομβιανή" και "Κολομβιανή θεωρία" αντίστοιχα.[1] Η Προκολομβιανή θεωρία υποστηρίζει ότι η σύφιλη προϋπήρχε της ανακάλυψης της Αμερικής στη γηραιά ήπειρο, ενώ η Κολομβιανή θεωρία υποστηρίζει ότι η σύφιλη είναι μια ασθένεια του Νέου Κόσμου που ήρθε στην Ευρώπη με τις αποστολές του Κολόμβου.[1] Στην πραγματικότητα, στις αρχές του 21ου αιώνα η άποψη που έχει επικρατήσει είναι η πλέον διαλλακτική και στηρίχθηκε στην αυξημένη επιρροή του ιστορικού Alfred Crosby, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία ότι η σύφιλη ήταν μια νόσος που σε μια μη σεξουαλικώς μεταδιδόμενη μορφή προϋπήρχε στην Ευρώπη, με τα ταξίδια στο Νέο Κόσμο εξελίχθηκε σε σεξουαλικώς μεταδιδόμενη και με τις κλιματικές διαφορές μεταξύ των ηπείρων παρήγαγε στην Ευρώπη διαφορετικούς τύπους της ίδιας ασθένειας και αυτό που σήμερα ονομάζουμε σύφιλη.[2] Ιστορικοί σταθμοί * Η πρώτη επιδημία της νόσου ξέσπασε στη Νάπολη το 1494.
* Κώστας Καρυωτάκης, (1896-1928), πιθανώς
Η σύφιλη είναι νόσημα με παγκόσμια διασπορά και συνήθως προσβάλλει νέους ενήλικες 20-30 ετών, άνδρες περισσότερο από γυναίκες και κατοίκους αστικών περιοχών συνηθέστερα. Η επίπτωση της νόσου τα τελευταία 20 έτη ακολουθεί καθοδική πορεία στις περισσότερες προηγμένες χώρες, ενώ είναι πολύ υψηλή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στη Δυτική Ευρώπη η νοσηρότητα βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο, ενώ στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, από το 1991, παρατηρείται ετησίως μια απότομη αύξηση του νοσήματος που τείνει να λάβει τη μορφή επιδημίας.[4] Κατά τον 21ο αιώνα, σημειώνεται έξαρση της συχνότητας της σύφιλης, από στατιστικά σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν: 1) Στη Βρετανία τα περιστατικά της νόσου δεκαπλασιάστηκαν σε μια δεκαετία μέχρι το 2006, 2) στη Γερμανία η συχνότητα μεταξύ των ανδρών τριπλασιάστηκε από το 1991 στο 2003, 3) στη Γαλλία και την Ολλανδία κατάγραφτηκε τριψήφιος αριθμός περιστατικών το 2003. [5] 4) Στην Ελλάδα η σύφιλη θεωρείται σπάνιο νόσημα, αλλά η έξαρση της ασθένειας παγκοσμίως, πιστεύεται ότι θα επηρεάσει τη συχνότητα και μέσα στα ελληνικά σύνορα.[6] Μετάδοση της νόσου Η σύφιλη μεταδίδεται με άμεση επαφή με τις βλάβες του δέρματος ή των βλεννογόνων και τις εκκρίσεις (σίελος, σπέρμα, κολπικά υγρά) μολυσμένου ατόμου κατά τη σεξουαλική επαφή, όταν υπάρχει λύση της συνέχειας του δέρματος ή του βλεννογόνου του υγιούς ατόμου. Μετάδοση μπορεί να γίνει και με τη μετάγγιση αίματος, αν ο δότης βρίσκεται στα πρώτα στάδια της νόσου. Η μετάδοση μέσω μιασμένων αντικειμένων είναι εξαιρετικά σπάνια, λόγω πολύ μικρής αντοχής του βακτηρίου στο περιβάλλον. Έμβρυα γυναικών με λοίμωξη, μολύνονται μέσω του πλακούντα ή κατά τη διάρκεια του τοκετού.[7] Η περίοδος μεταδοτικότητας της νόσου εντοπίζεται κατά τη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου σταδίου της ασθένειας (βλ. παρακάτω) και, επίσης, κατά τις δερματοβλεννογόνιες υποτροπές που μπορεί να εμφανισθούν τα 4 πρώτα έτη της λανθάνουσας περιόδου. Η μόλυνση του εμβρύου κατά την κύηση είναι συχνή όταν η μητέρα βρίσκεται στα πρώτα στάδια της λοίμωξης και λιγότερο συχνή στη λανθάνουσα περίοδο. Κάποιος που πάσχει από σύφιλη και έχει μια ανοικτή πληγή, έχει αυξημένη πιθανότητα και να "κολλήσει" κάποιο άλλο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, αυτό ισχύει ειδικά για το AIDS. Επίσης, οι πάσχοντες από AIDS είναι πιο εύκολο να μεταδώσουν την ασθένειά τους αν έχουν μια ανοικτή πληγή που την έχει προκαλέσει η σύφιλη.[8] Η ασθένεια Η σύφιλη είναι νόσος αποκλειστικά του ανθρώπου και διακρίνεται σε επίκτητη και συγγενή, ανάλογα με το πότε έγινε η μόλυνση του ασθενούς. Η ευαισθησία στη μόλυνση είναι γενική, αν και περίπου μόνο το 30% των εκτεθέντων στον κίνδυνο καταλήγει σε λοίμωξη. Η φυσική λοίμωξη προκαλεί ομόλογη ανοσία έναντι στην Ωχρά σπειροχαίτη, και μικρότερου βαθμού ετερόλογη ανοσία για άλλα βακτήρια της οικογένειας των τρεπονημάτων.[7] Επίκτητη σύφιλη Η επίκτητη σύφιλη είναι νόσημα χρόνιας διαδρομής, που μπορεί να προσβάλλει όλα τα όργανα και συστήματα του οργανισμού. Παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων και χαρακτηρίζεται από μεγάλα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία η νόσος βρίσκεται σε λανθάνουσα φάση. [9] Η περίοδος επώασης του μικροοργανισμού είναι από 10 ημέρες έως 3 μήνες, με συνηθέστερη τις 3 εβδομάδες. Η φυσική πορεία της νόσου, περιλαμβάνει 4 κύρια στάδια: 1. Πρωτογενής σύφιλη: η πρωτοπαθής βλάβη, ή σκληρό έλκος, σχηματίζεται στο σημείο της μόλυνσης, συνήθως στη γεννητική περιοχή, με μικρή διόγκωση των λεμφαδένων. Στάδιο ανώδυνο και χωρίς ευαισθησία.
Εάν μία έγκυος πάσχει από σύφιλη, είναι δυνατόν να μεταδώσει το βακτήριο στο έμβρυο. Η μετάδοση γίνεται μέσω του αίματος μετά την 9η εβδομάδα της κύησης, αφού σχηματιστεί ο πλακούντας. Η πιθανότητα να μολυνθεί το έμβρυο εξαρτάται από το πόσο νωρίς στην εγκυμοσύνη διαγνώστηκε η σύφιλη της εγκύου (και άρα εφαρμόστηκε η θεραπευτική αγωγή) και από το χρονικό διάστημα που η έγκυος εκδήλωσε τη σύφιλη. Όσο παλαιότερη είναι η σύφιλη της εγκύου, τόσο λιγότερο μεταδοτική είναι, μολονότι δε θεωρείται ποτέ εντελώς μη μεταδοτική. Ορισμένα προσβεβλημένα έμβρυα πεθαίνουν ενδομητρίως, ορισμένα γεννώνται νεκρά τελειόμηνα και άλλα γεννώνται ζωντανά, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζουν τα συμπτώματα της συγγενούς σύφιλης, η οποία είναι παρόμοια, ως προς την παθογένεια, με το δεύτερο στάδιο της επίκτητης.[9] Διάγνωση Το Ωχρό Τρεπόνημα μπορεί να ανιχνευθεί με μικροσκόπηση σκοτεινού πεδίου σε ορό που συλλέγεται από μαλακά έλκη, ή από υγρές ή διαβρωμένες βλάβες της δευτερογενούς ή πρώιμης σύφιλης. Σε ορισμένα κέντρα επίσης χρησιμοποιούνται η δοκιμασία άμεσου ανοσοφθορισμού ή PCR.[10] Οι ειδικότερες διαγνωστικές δοκιμασίες, σήμερα, είναι το τεστ φθοριζόντων σωμάτων τρεπονηματικών αντισωμάτων(FTA-ABS) και η δοκιμασία παθητικής αιμοσυγκόλλησης (TPHA). Οι δοκιμασίες κροκίδωσης (VDRL) και η RPR, είναι φθηνότερες αλλά μπορούν να επηρεαστούν από συνυπάρχουσες νόσους.[1] Θεραπεία Η αναγνωρισμένη και ολική θεραπεία της σύφιλης σήμερα περιλαμβάνει τη χορήγηση βενζαθινικής πενικιλλίνης G. Σε περίπτωση αλλεργίας στην πενικιλλίνη, χορηγείται δοξυκυκλίνη ή ερυθρομυκίνη. Τα βρέφη θα πρέπει να θεραπεύονται στο νοσοκομείο με τη βοήθεια παιδιάτρου.[10] Εάν η θεραπεία εφαρμοστεί σε ασθενείς που βρίσκονται κατά το πρώτο ή δεύτερο στάδιο της νόσου δεν αναπτύσσεται ανοσία. Δεν έχει αναφερθεί μέχρι τώρα στέλεχος του τρεπονήματος που να έχει αναπτύξει αντοχή στην πενικιλλίνη. Μετά τη λήξη της θεραπείας είναι απαραίτητο να παρακολουθείται ο ασθενής σε διαστήματα 3, 6, 12 και 24 μηνών[11]. Συνυπάρχουσα λοίμωξη του ωχρού τρεπονήματος με τον ιό του AIDS ελαττώνει τη φυσική αντοχή του πάσχοντος στο τρεπόνημα. Νεογνά από πάσχουσες μητέρες θεραπεύονται με πενικιλλίνη, ακόμη και αν η μητέρα είχε λάβει θεραπεία κατά τη διάρκεια της κύησης. Πρόληψη Η πρόληψη της σύφιλης αναφέρεται κυρίως στο γεγονός ότι αποτελεί σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και περιλαμβάνει ενημέρωση του πληθυσμού (με έμφαση στους εφήβους), χρήση προφυλακτικού κατά τη συνουσία, έλεγχο των εγκύων, έγκαιρη διάγνωση, προσεκτικό χειρισμό κατά τις μεταγγίσεις αίματος.[7] Είναι σημαντικό για τις γυναίκες που προγραμματίζουν να μείνουν έγκυες να υποβάλλονται σε έλεγχο.[8] Περαιτέρω διάβασμα
1. ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Κοντόκωστας Κίμωνας & Κουσούλης Αντώνης, 2008. Η σύφιλη στην ιστορία και στις τέχνες. Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις Γιάννη Β. Παρισιάνου. ISBN 978-960-89486-7-9 Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
|
|
|
|