Μετάγγιση αίματος
|
Γενικά Προϋπόθεση για την επιτυχία της μετάγγισης είναι η συμβατότητα του αίματος του λήπτη και του δότη. Επίσης το αίμα που πρόκειται να μεταγγιστεί πρέπει να μην περιέχει παθογόνες ουσίες. Εκτός από την πλήρη μετάγγιση αίματος, συχνά γίνεται μετάγγιση μέρους του αίματος, αφού αυτό προηγουμένως χωρίστηκε στα συστατικά του σύμφωνα με ειδική διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό, αυξάνεται η αποδοτικότητα της διαδικασίας, αφού ο λήπτης δέχεται τα απαραίτητα συστατικά που έχει ανάγκη, ενώ το υπόλοιπο επιστρέφεται στο κυκλοφοριακό σύστημα του δότη, ή χρησιμοποιείται για μετάγγιση σε άλλο λήπτη. Μετάγγιση γίνεται με τα ακόλουθα συστατικά του αίματος: * Συμπύκνωμα ερυθροκυττάρων: στην περίπτωση αναιμίας Αυτή η θεραπευτική αγωγή μπορεί να διατηρήσει στη ζωή έναν πάσχοντα, όπως σε περιπτώσεις μαζικής απώλειας αίματος λόγω τραυματισμού ή κατά τη διεγχειριτική αναπλήρωση αίματος, εμπεριέχει όμως και ορισμένους κινδύνους λόγω της ενδεχόμενης μετάδοσης ορισμένων ιών όπως το AIDS, η ηπατίτιδα κ.α., παρόλο που συνήθως γίνονται λεπτομερείς έλεγχοι. Οι μεταγγίσεις αίματος χρησιμοποιούνται επίσης σε περιπτώσεις σοβαρής αναιμίας ή θρομβοκυτταροπενίας που προκαλούνται από αιματολογικές ασθένειες. Χρησιμοποιείται επίσης σε άτομα που πάσχουν από αιμοφιλία ή δρεπανοκυτταρική αναιμία όπου μπορεί να απαιτούνται συχνές μεταγγίσεις αίματος. Ιστορική εξέλιξη Η μετάγγιση αίματος παλιά ήταν πολύ επικίνδυνη, αφού ούτε τα μέσα υπήρχαν για να διατηρηθεί το αίμα, αλλά ούτε και η επιστήμη είχε κάνει την απαραίτητη πρόοδο και τις σημερινές επιτεύξεις. Το αίμα μεταφερόταν από το ένα σώμα στο άλλο, χωρίς προηγούμενη εξέταση. Συχνά ο λήπτης πέθαινε από σοκ, χωρίς όμως οι γιατροί να γνωρίζουν το λόγο. Το μόνο τέστ που υπήρχε ήταν η μέθοδος του Όλεκερ κατά τη οποία η μετάγγιση γινόταν με πολύ αργό τρόπο, έτσι ώστε σε περίπτωση ένδειξης κάποιας αναφυλαξίας, η μετάγγιση διακόπτονταν αμέσως. Πρωτοπόρος υπήρξε ο Γερμανός ιατρός Μάγγνους Πέγκελ (1547-1619) που έζησε στο Ρόστοκ (Rostock). Τα ιατρικά πειράματα που γινόντουσαν στην αρχή ήταν φρικτά. Αργότερα, στον 20ό αιώνα με την εφεύρεση του μικροσκοπίου και την συστηματική επιστημονική ανάλυση των συστατικών του αίματος και την ανακάλυψη των ομάδων αίματος από τον Αυστριακό ιατρό Καρλ Λαντστάινερ το 1901 άρχισε να γίνεται κάποια πρόοδος. Ο πρώτος σταθμός μετάγγισης αίματος Ο πρώτος σταθμός μετάγγισης αίματος ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1921 στο Λονδίνο. Η αιματοδοσία γινόταν εθελοντικά και χωρίς αντάλλαγμα. Αιματοδότες Οι αιματοδότες θα πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου το αίμα τους να γίνει αποδεκτό. Με την βοήθεια ιατρικών εξετάσεων αποκλείονται οι δότες που έχουν συγκεκριμένες ασθένειες ή στο παρόν ή στο ιστορικό τους. Επίσης ειδικά τέστ υπάρχουν για την διάγνωση ηπατίτιδας τύπου Β και AIDS. Συμβατότητα του αίματος Όταν γίνεται μετάγγιση αίματος, η ομάδες αίματος πρέπει να είναι συμβατές. * Συμβατότητα των ομάδων αίματος όταν γίνεται μετάγγιση ερυθρών κυττάρων
* Συμβατότητα των ομάδων αίματος όταν γίνεται μετάγγιση πλάσματος αίματος
Επιστημονικές μελέτες Κατά τις πρόσφατες δεκαετίες η διεθνής ιατρική πρακτική δίνει ολοένα και αυξανώμενη έμφαση στη δραστική μείωση των μεταγγίσεων αίματος. Η ανάγκη για αυτή τη μείωση υφίσταται για τρεις κυρίως λόγους: α) οι κίνδυνοι της μετάγγισης είναι υπαρκτοί και, εν πολλοίς, αναπόφευκτοι, β) το προς μετάγγιση αίμα προσφέρεται από εθελοντές αιμοδότες και η προσφορά δεν είναι απεριόριστη και γ) το κόστος λήψης και επεξεργασίας κάθε μονάδας αίματος και παραγώγων είναι σημαντικό. Πέραν αυτών, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο την αυτάρκεια σε αίμα και παράγωγα του αίματος τόσο της κάθε χώρας-μέλους όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά, στόχος που απαιτεί αύξηση της προσφοράς αίματος και μείωση της κατανάλωσής του.[1]. Εναλλακτικές πρακτικές αντί της μετάγγισης αίματος Οι εναλλακτικές πρακτικές αντί της μετάγγισης αίματος αφορούν ιατρικές τεχνικές που αποσκοπούν στην αναίμακτη περίθαλψη του ασθενούς. Κύριος στόχος των τεχνικών είναι ο έλεγχος της αιμορραγίας, η ενίσχυση του αιμοποιητικού συστήματος και ο περιορισμός της αναιμίας. Η πρόοδος της ιατρικής τεχνολογίας καθιστά την αναίμακτη χειρουργική ολοένα και πιο διαδεδομένη πρακτική. Στη συνέχεια περιγράφονται κάποιες βασικές τεχνικές αναίμακτης περίθαλψης. Χειρουργικές συσκευές Οι σύγχρονες χειρουργικές συσκευές δίνουν τη δυνατότητα στο ιατρικό προσωπικό να ελαχιστοποιήσει την απώλεια αίματος κατά τη διάρκεια των χειρουργικών επεμβάσεων. Τέτοια μέσα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα εξής: * Διαθερμικό νυστέρι μικροκυμάτων
Στις περιπτώσεις που υφίσταται αιμορραγία εφαρμόζονται τεχνικές οι οποίες περιορίζουν την απώλεια αίματος. Τέτοιες τεχνικές περιλαμβάνουν, ανάλογα με την κρισιμότητα της κατάστασης, τη χρήση αιμοστατικών παραγόντων, αιμοστατικού πιεστικού επιδέσμου (tourniquet), την άμεση εφαρμογή πίεσης, την επίσπευση της χειρουργικής επέμβασης, την ανύψωση του συγκεκριμένου μέρους του σώματος πάνω από το επίπεδο της καρδιάς, την ελεγχόμενη υπόταση και την τοποθέτηση επιθεμάτων πάγου. Σε επείγουσες καταστάσεις, όπου είναι ορατός ο κίνδυνος καταπληξίας, επιπρόσθετες τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι η τοποθέτηση του ασθενούς σε θέση Trendelenburg[3], η χρήση αντισόκ παντελονιών και η κατάλληλη αντικατάσταση του όγκου του αίματος, αφού πρώτα τεθεί υπό έλεγχο η αιμορραγία. Χειρουργικές και αναισθησιολογικές τεχνικές Για τον περιορισμό της απώλειας αίματος κατά την εγχειρητική φάση έχουν αναπτυχθεί διάφορες χειρουργικές και αναισθησιολογικές τεχνικές. Σε αυτές τις τεχνικές περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι εξής: * Αρτηριακός εμβολισμός * Διευρυμένη χειρουργική ομάδα και/ή ελαχιστοποίηση της χρονικής διάρκειας * Προκλητή υποθερμία
Κατά την προεγχειρητική φάση της περίθαλψης του ασθενούς είναι δυνατή η ελαχιστοποίηση της απώλειας του αίματος του ασθενούς. Ως αποτέλεσμα, ο ασθενής έχει μεγαλύτερη αυτάρκεια σε αίμα. Το διαδερμικό παλμικό οξύμετρο παρέχει στο γιατρό τη δυνατότητα να ελέγχει την οξυγόνωση των ιστών και, αντίστοιχα, να μεταφέρει οξυγόνο σε αυτούς μέσω του διαδερμικού/παλμικού οξυμέτρου.[5] Άλλες απλές και αποτελεσματικές πρακτικές περιλαμβάνουν τη διενέργεια μόνο των απαραίτητων εξετάσεων, τη λήψη μικρότερων δειγμάτων αίματος (με σωληνάρια παιδιατρικού μεγέθους), τη χρήση εξοπλισμού μικροαιμοληψίας και την καλύτερη αξιοποίηση των δειγμάτων με πολλαπλά τεστ ανά δείγμα. Εκτατικά όγκου του αίματος Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται σημαντική απώλεια αίματος του ασθενούς αποτελεί συνηθισμένη πρακτική η άμεση ανατροφοδότηση αίματος μέσω μετάγγισης. Εντούτοις, τέτοιου είδους καταστάσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μέσω άμεσου περιορισμού της αιτίας που προκαλεί την απώλεια του αίματος και, στη συνέχεια, τη διατήρηση του σχετικού όγκου του αίματος με τη χρήση εκτατικών σκευασμάτων. Τα εκτατικά όγκου του αίματος χωρίζονται σύμφωνα με τη σύστασή τους σε κρυσταλλοειδή και κολλοειδή. Αυτά περιλαμβάνουν τα εξής: * Κρυσταλλοειδή: * Γαλακτικό διάλυμα Ringer * Κολλοειδή: * Pentastarch/Hetastarch
Οι αιμοστατικοί παράγοντες συμβάλλουν στον έλεγχο της αιμορραγίας και στην υποβοήθηση της πήξης του αίματος. Κατά την αιμορραγία στην εγχειρητική φάση οι αιμοστατικοί παράγοντες συμβάλλουν "στην ασφάλεια του ασθενούς και τη διεκπεραίωση της χειρουργικής επέμβασης".[6] Διακρίνονται σε τοπικούς και ενέσιμους. Οι τοπικοί αιμοστατικοί παράγοντες περιλαμβάνουν προϊόντα όπως το Avitene, το Gelfoam, το Oxycel, το Surgicel και άλλα επικολλητικά των ιστών. Στους ενέσιμους περιλαμβάνονται η Βιταμίνη Κ, η Δεσμοπρεσίνη, το ε-Αμινοκαπροϊκό οξύ και το Τρανεξαμικό οξύ. Άλλοι αιμοστατικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τον ανασυνδυασμένο παράγοντα VIIa, την Απροτινίνη, τη Βαζοπρεσίνη, το κρυοΐζημα (Cryoprecipitate) και τα συζευγμένα οιστρογόνα. Θεραπευτικοί παράγοντες και τεχνικές αντιμετώπισης της αναιμίας Υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν θεραπευτικά σε καταστάσεις αναιμίας, όταν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος για να εφαρμοσθούν. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι αιματινικοί παράγοντες, όπως ο σίδηρος, το φυλλικό οξύ και η βιταμίνη B12, οι ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες (εφόσον ενδείκνυνται), η χρήση ερυθροποιητίνης (rHuEPO), η θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο, η χρήση μεταφορέων οξυγόνου βασισμένων στους υπερφθοράνθρακες και τα διαλύματα αιμοσφαιρίνης. Έρευνες έχουν δείξει ότι είναι δυνατή η ανοχή μικρότερου βαθμού ισοογκαιμικής αναιμίας, πέραν του «παραδοσιακού» κανόνα 10/30. Παράλληλα, η διακοπή οποιασδήποτε αιμορραγίας, η διατήρηση του ενδαγγειακού όγκου, η διαιτολογική υποστήριξη και η υποστήριξη με οξυγόνο μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην αντιμετώπιση της αναιμίας. Υποσημειώσεις 1. ↑ Στην ανάγκη για δραστικό περιορισμό των μεταγγίσεων αίματος κατέληξε, η πανευρωπαϊκή μελέτη Sanguis ("The SANGUIS Survey") στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην οποία περιλαμβανόταν και η Ελλάδα. Αμερικανικές μελέτες είχαν φέρει το ζήτημα αυτό στο προσκήνιο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. (Αλίκη Καλλινίκου-Μανιάτη, «Ευρωπαϊκή Εμπειρία για τη Χρήση του Αίματος στο Χειρουργικό Ασθενή: Πρόγραμμα "Sanguis"», δημοσιευμένο στα πρακτικά του 21ου Ετήσιου Πανελλήνιου Ιατρικού Συνεδρίου με θέμα: «Στρατηγική Περιορισμού των Μεταγγίσεων», Ιατρική Εταιρία Αθηνών, 1995)
* Αίμα
* Clinical Hospital Unversity of Chile/The Foundation for Alternative Transfusion Practices, Alternative Transfusion Practices in Emergency Situations (Εναλλακτικές των Μεταγγίσεων Πρακτικές για Επείγοντα Περιστατικά), 2nd ed, 2004. Εξωτερικοί σύνδεσμοι * Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, «Blood safety and donation» (Ασφάλεια και δωρεά αίματος), Ιούνιος 2007 (Αγγλικά). Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
|
|||||||||||||||||||||
|
|