Οψιανός


Ο οψιανός ή οψιδιανός είναι φυσικό μαύρο γυαλί και προέρχεται αποκλειστικά από ηφαιστειογενείς περιοχές νεαρής γεωλογικά ηλικίας. Πέτρωμα όξινο, σκοτεινόχρωμο με υαλώδη ιστό χρησιμοποιήθηκε εξαιτίας της σύστασης και ανθεκτικότητάς του, ήδη από τα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής για την κατασκευή κοφτερών λεπίδων με κοφτερές ακμές, που χρησίμευαν ως μαχαίρια, ξέστρες και ξυράφια.

Φυσικά χαρακτηριστικά

Ο οψιανός ανήκει στους Ηφαιστίτες, δηλαδή σε όξινα ηφαιστειακά πετρώματα. Τα όξινα ηφαιστειακά πετρώµατα συχνά παρουσιάζουν πορφυριτικό ιστό, ενώ δε λείπουν και οι ποικιλίες µε αφυρικό (µη πορφυριτικό) ή υαλώδη ιστό. Ο υαλώδης ιστός οφείλεται στη µεγάλη περιεκτικότητα του µάγµατος σε διοξείδιο του πυριτίου SiO2, µε αποτέλεσµα το ιξώδες να είναι τόσο µεγάλο, ώστε να εµποδίζεται η ιοντική διάχυση και η ανάπτυξη των κρυστάλλων. Αυτό το φυσικό γυαλί, ωστόσο, είναι ασταθές και µε την πάροδο του γεωλογικού χρόνου µεταπίπτει σε κρυσταλλική κατάσταση. Η τυπική του σκληρότητα είναι 5 έως 5.5. και το ειδικό βάρος του περίπου 2.6.

Στις περιπτώσεις όπου το όξινο µάγµα ψύχεται πάρα πολύ γρήγορα (υπέρψυξη), προκύπτουν πετρώµατα τα οποία αποτελούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από ύαλο, όπως είναι ο οψιανός και η κίσσηρη. Ο οψιανός εµφανίζει στιλπνό µαύρο χρώµα και συνήθως κογχώδη θραυσµό. Λόγω της σχετικά µεγάλης σκληρότητάς του και της εύκολης επεξεργασίας του, χρησιµοποιήθηκε κατά την προϊστορική εποχή ως εργαλείο. Ο οψιανός περιέχει λιγότερο από 1% κατά βάρος νερό, διότι το µάγµα, από το οποίο προέρχεται, κατά την έκχυσή του στην επιφάνεια της Γης ή σε µικρό βάθος από αυτήν έχει αρκετά υψηλές θερµοκρασίες (750-950°) και δεν µπορεί να συγκρατήσει πολύ νερό. Υαλώδη πετρώµατα, τα οποία έχουν προσροφήσει νερό µέχρι 5% oνοµάζονται περλίτες και παρουσιάζουν τη χαρακτηριστική περλιτική υφή. Τόσο ο οψιανός όσο και οι περλίτες είναι δυνατόν να περιέχουν φαινοκρυστάλλους χαλαζία, σανιδίνου, ολιγοκλάστου και άλλων ορυκτών. Σε υαλώδη πετρώµατα εµφανίζεται και η σφαιρολιθική υφή. Σε ορισµένους ρυολίθους η υαλώδης θεµελιώδης µάζα αποτελείται σχεδόν ολοκληρωτικά από σφαιρολίθους.

Αρχαιολογία

Οι πηγές οψιανού στην ανατολική Μεσόγειο είναι λιγοστές και εντοπίζονται σε μερικά νησιά του Αιγαίου, όπως είναι η Μήλος, η Αντίπαρος, η Νίσυρος και το Γυαλί. Ο οψιανός της Μήλου χρησιμοποιήθηκε εξαιτίας της σκληρότητάς του από τους κατοίκους του Αιγαίου στην εποχή του Λίθου και στην εποχή του Χαλκού για την κατασκευή εργαλείων και όπλων (αιχμές βελών). Αντίθετα, ο οψιανός από το Γυαλί -περισσότερο εύθραυστος και ακατάλληλος για λεπτή επεξεργασία- χρησιμοποιήθηκε στην ύστερη εποχή του Χαλκού για την κατασκευή λίθινων αγγείων.

Ο οψιανός εκτός από την κατασκευή εργαλείων χρησιμοποιήθηκε και για διακοσμητικούς σκοπούς, γιατί ως γυαλί μπορεί να παρουσιάζει διαφορετική εμφάνιση ανάλογα με τον τρόπο που κόβεται.

Ονομασία

Το όνομα του οψιδιανού γράφεται πρώτη φορά στο βιβλίο - εγκυκλοπαίδεια Naturalis historiae (77 μ.Χ.), του Πλινίου του πρεσβυτέρου, όπου αναφέρεται ότι τον ανακάλυψε κάποιος με το όνομα Obsius στην Αιθιοπία. Στο κείμενο του Πλινίου αναφέρονται επίσης ορισμένες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες για τον οψιδιανό, όπως ότι επρόκειτο για μαύρο γυαλί μεγάλης πυκνότητας, που αντανακλά τη λάμψη και ότι μπορούσε να χρησιμεύσει ως σκίαστρο. Ο Πλίνιος γράφει ότι από αυτό κατασκεύαζαν σφραγιδολίθους, καθώς και ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος είχε αφιερώσει στον ναό τής θεάς Concordia (στη Ρώμη) ομοιώματα ελεφάντων από οψιδιανό.

Liber XXXVI[1]

In genere vitri et obsiana numerantur ad similitudinem lapidis, quem in Aethiopia invenit Obsius, nigerrimi coloris, aliquando et tralucidi, crassiore visu atque in speculis parietum pro imagine umbras reddente. gemmas multi ex eo faciunt; vidimus et solidas imagines divi Augusti capaci materia huius crassitudinis, dicavitque ipse pro miraculo in templo Concordiae obsidianos IIII elephantos. remisit et Tiberius Caesar Heliopolitatum caerimoniis repertam in hereditate Sei eius, qui praefuerat Aegypto, obsianam imaginem Menelai, ex qua apparet antiquior materiae origo, nunc vitri similitudine interpolata. Xenocrates obsianum lapidem in India et in Samnio Italiae et ad oceanum in Hispania tradit nasci.

Liber XXXVII[2]

De opsiano lapide diximus priore libro. inveniuntiir et gemmae eodem nomine ac colore non solum in Aethiopia Indiaque, sed etiam in Samnio et, ut aliqui putant, in Hispania litoribus eius oceani.

Σε άλλες εκδόσεις του αναφέρεται ως "lapis obsianus" (που ανακάλυψε ο "Obsius") και σε άλλες εκδόσεις ως "lapis obsidianus" (που ανακάλυψε ο "Obsidius").

Στο Lexicon Universale του Hofmann, Johann Jacob (1635-1706), αναφέρεται ως "OBSIDIANUS, vei OPSIANUS Lapis", όπως φαίνεται στην αντίστοιχη εικόνα.

Σήμερα στη διεθνή ορολογία έχει παραμείνει ως obsidian.

Στην Ελλάδα βρίσκονται σε χρήση και οι δυο όροι, οψιανός και οψιδιανός.

Αναφορές

1. ↑ http://penelope.uchicago.edu/Thayer/L/Roman/Texts/Pliny_the_Elder/36*.html

2. ↑ http://la.wikisource.org/wiki/Naturalis_Historia_-_Liber_XXXVII#.5B65.5D

Ορυκτολογία, Mineralogy

Χημεία

Αλφαβητικός κατάλογος

<-- Search --> <-- Logo -->

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<-- Search -->


www.hellenicaworld.com