Χρυσόκολλα
|
Η χρυσόκολλα (αγγλ. chrysocolla) είναι ένυδρο πυριτικό ορυκτό[2] του χαλκού και του αργιλίου. Το όνομά της προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «χρυσός» και «κόλλα», λόγω της ομοιότητάς της με το υλικό που ήταν, κατά την αρχαιότητα, σε χρήση για τις συγκολλήσεις χρυσού. Είναι γνωστή από την αρχαιότητα (την αναφέρει ο Θεόφραστος ήδη από το 315 π.Χ.) και τη χρησιμοποιούσαν ως υλικό κατασκευής κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων, αν και εμφανίζει μειωμένη αντοχή, λόγω της χαμηλής της σκληρότητας. Αποτελεί δευτερογενές ορυκτό του χαλκού, προερχόμενο από οξείδωση πρωτογενών ορυκτών του, και συνήθως συνδέεται με άλλα δευτερογενή ορυκτά του (όπως ο μαλαχίτης και ο τενορίτης), ανευρισκόμενη σε υαλώδους υφής βοτρυοειδή συσσωματώματα ή ως πομφολυγοειδείς επιφλοιώσεις. Απαντά επίσης σε πολύ μικρούς βελονοειδείς κρυστάλλους ινώδους υφής. Συχνά συγχέεται με αλλοφανή ((Al2O3)(SiO2)1,3-2 . 2,5-3H2O, που είναι επίσης άμορφος και έχει παρόμοιο χρώμα και ίδιο τρόπο σχηματισμού. Απαντά σε πολλές περιοχές της Γης. Κυριότερες εμφανίσεις της είναι στα Ουράλια όρη (περιοχή Nizhni Tagil) της Ρωσίας, τη Σλοβακία, τη Βρετανία, το Ισραήλ, την περιοχή Κατάνγκα του Ζαΐρ, την Αυστραλία, τη Χιλή, το Μεξικό και τις Πολιτείες Αριζόνα και Γιούτα των ΗΠΑ. Στην Ελλάδα απαντάται στα μεταλλεία Λαυρίου (Ιλάριον, Χριστιάνα, Ζαν Μπατίστ, Σερπιέρη και Αδάμη Νο 2), στη Νάξο, τη Σέριφο και στη Λιβάδιστα Αλιστράτης του Νομού Σερρών. Πηγές * Τμήμα Γεωλογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
* James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
1. ↑ Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης την αναφέρει άμορφη, όπως και η Collector's Encyclopedia Ορυκτολογία, Mineralogy Κατάλογος ορυκτών των μεταλλείων Λαυρίου
<-- Search -->
<-- Logo -->
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<-- Search --> |
|
|
|