Ασπιρίνη



Η ασπιρίνη είναι φάρμακο, το οποίο έχει ως δραστικό συστατικό το ακετυλοσαλικυλικό οξύ.

Σύντομη ιστορία

Η θεραπευτική επίδραση σκευασμάτων που περιέχουν ουσίες παρόμοιες με αυτή της ασπιρίνης ήταν γνωστή ήδη από την αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης περιγράφει το φλοιό της ιτιάς (Salix) (ο οποίος, σήμερα, είναι γνωστό ότι περιέχει μια ουσία που ονομάζεται σαλικίνη) και τον συνιστά ως ίαμα κατά του πυρετού και των πόνων.[1]

Το 1853 ο Αλσατός χημικός Σαρλ Φρεντερίκ Ζεράρτ (Charles Frédéric Gerhardt) ήταν ο πρώτος που παρασκεύασε το δραστικό συστατικό της ασπιρίνης, το ακετυλοσαλικυλικό οξύ αναμιγνύοντας ακετυλοχλωρίδιο με σαλικυλικό νάτριο. Ο νεαρός τότε χημικός ονόμασε το προϊόν της (βίαιης) αντίδρασης αυτών των συστατικών "σαλικυλικο - οξικό ανυδρίτη".[2] Το 1897 χημικοί της γερμανικής εταιρείας Μπάγιερ (Bayer) άρχισαν την έρευνα πάνω στο ακετυλοσαλικυλικό οξύ και, το 1899, η εταιρεία είχε δημιουργήσει νέο φάρμακο με βάση αυτή την ουσία και το κυκλοφόρησε στο εμπόριο με την επωνυμία "Ασπιρίνη". Οι πωλήσεις του φαρμάκου κυριολεκτικά εκτοξεύονται.

Στη δεκαετία του 1950 οι πωλήσεις της ασπιρίνης γνωρίζουν σημαντική πτώση, καθώς αρχίζει να κυκλοφορεί στο εμπόριο η παρακεταμόλη, η οποία εμφανίζει παρόμοιες αναλγητικές ιδιότητες με λιγότερες παρενέργειες. Ωστόσο, το 1948, ο καλιφορνέζος γιατρός Λόρενς Κρέιβεν (Lawrence Craven) παρατήρησε ότι κανείς από τους 400 ασθενείς του, στους οποίους είχε χορηγήσει ασπιρίνη, δεν είχε υποστεί καρδιακή προσβολή. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "μια ασπιρίνη την ημέρα" μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής. Η ασπιρίνη γνωρίζει εκ νέου αύξηση των πωλήσεών της, οι οποίες παραμένουν σταθερές μέχρι σήμερα.

Η πραγματική δράση της ασπιρίνης διευκρινίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν διαπιστώθηκε ότι αναστέλλει την παραγωγή προσταγλανδινών (ουσίες που προκαλούν φλεγμονή) από τον οργανισμό.

Χρήση

Χρησιμοποιείται ως αναλγητικό, αντιπυρετικό και αντιφλεγμονώδες. Σε χαμηλές δόσεις λαμβάνεται και ως αντισυγκολλητικό των αιμοπεταλίων. Δεν θα πρέπει να λαμβάνεται από άτομα με έλλειψη του ενζύμου G6PD, καθώς και από άτομα κάτω των 16 ετών, επειδή υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης του συνδρόμου Reye (υψηλός πυρετός, κεφαλαλγία, αιφνίδιος θάνατος) και με προσοχή από άτομα που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή (π.χ. Sintrom). Πολλοί άνθρωποι παίρνουν ασπιρίνη για να μειώσουν τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής. Η ασπιρίνη έχει την ιδιότητα να βοηθά στο να μη δημιουργούνται θρομβώσεις στην καρδιά ή ακόμη και στον εγκέφαλο και, έτσι, να αποφεύγονται ακόμη και εγκεφαλικά επεισόδια. Την ανακάλυψη αυτή έκανε ο γιατρός Λόρενς Κρέιβεν γύρω στα 1950, όταν παρατήρησε ασυνήθιστες αιμορραγίες σε παιδιά που έπαιρναν ασπιρίνη για να αντιμετωπίσουν τον πόνο μετά από εγχείρηση αμυγδαλών.

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η ασπιρίνη μπορεί να βοηθά στην πρόληψη εμφάνισης καρκινικών όγκων, όπως αυτών του στομάχου, των εντέρων ή ακόμη και του μαστού. Η ασπιρίνη βοηθά στην μείωση των οιστρογόνων, που θεωρούνται υπεύθυνα για τη δημιουργία καρκίνου του μαστού στις γυναίκες.

Παρά το γεγονός, όμως, ότι η ασπιρίνη θεωρείται "καλό" φάρμακο για την πρόληψη και θεραπεία πολλών ασθενειών, οι γιατροί συνιστούν ότι κανείς δε θα πρέπει να παίρνει ασπιρίνη χωρίς την έγκριση του γιατρού, γιατί η λήψη της όχι μόνο δεν είναι ασφαλής για όλα τα άτομα αλλά μπορεί επίσης να αλληλεπιδράσει με άλλα φάρμακα και να προκαλέσει κακό. Γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης θα πρέπει να αποφεύγουν να παίρνουν ασπιρίνη. Παρόλα τα προβλήματα όμως, η ασπιρίνη δεν παύει να είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο διαδεδομένα φάρμακα στον κόσμο.

Πηγές

1. ↑ Bayer HealthCare
2. ↑ Ch. Gerhardt, Untersuchungen über die wasserfreien organischen Säuren, Annalen der Chemie und Pharmacie 87: 149–179

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License